ᾠόν

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ όν τὰ ᾰ́
      γενική τοῦ οῦ τῶν ῶν
      δοτική τῷ τοῖς οῖς
    αιτιατική τὸ όν τὰ ᾰ́
     κλητική ! όν ᾰ́
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ώ
γεν-δοτ τοῖν  οῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ᾠόν < ᾠFόν < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *ōyyón < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂ōwyóm ‎(αβγό) < *h₂éwis ‎(πουλί)

Ουσιαστικό

ᾠόν ουδέτερο

  1. (τρόφιμο) αβγό
  2. σπόρος φυτών

Παράγωγα

Σύνθετα

  • ᾠο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ᾠο- στο Βικιλεξικό

όπως ενδεικτικά:

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.