αβγουλού

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αβγουλού οι αβγουλούδες
      γενική της αβγουλούς των αβγουλούδων
    αιτιατική την αβγουλού τις αβγουλούδες
     κλητική αβγουλού αβγουλούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αβγουλού < αβγουλ(άς) + κατάληξη θηλυκού -ού

Προφορά

ΔΦΑ : /a.vɣuˈlu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αβουλού

Ουσιαστικό

αβγουλού θηλυκό

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αβγουλάς

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.