λεύκωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λεύκωμα τα λευκώματα
      γενική του λευκώματος των λευκωμάτων
    αιτιατική το λεύκωμα τα λευκώματα
     κλητική λεύκωμα λευκώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λεύκωμα < αρχαία ελληνική λεύκωμα

Ουσιαστικό

λεύκωμα ουδέτερο

  1. βιβλίο με φωτογραφίες, πχ από έναν τόπο
  2. βιβλίο με λευκές σελίδες όπου γράφονται από τον κάτοχο ή φιλικά του πρόσωπα σύντομες σκέψεις ή άλλα κείμενα προσωπικού χαρακτήρα
  3. σύνθετη οργανική ένωση, θρεπτική ουσία των κυττάρων
     συνώνυμα: πρωτεΐνη
  4. η λευκωματουρία ή πρωτεϊνουρία
  5. το ασπράδι του αβγού

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

λεύκωμα < λευκόω < λευκός

Ουσιαστικό

λεύκωμα ουδέτερο

  1. πινακίδα καλυμμένη με γύψο, κατάλληλη για γράψιμο δημόσιων αναγγελιών
  2. ασπρίλα, περιοχή του δέρματος με λευκό χρώμα
  3. λευκό στίγμα στο μάτι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.