τσόφλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσόφλι τα τσόφλια
      γενική του τσοφλιού των τσοφλιών
    αιτιατική το τσόφλι τα τσόφλια
     κλητική τσόφλι τσόφλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσόφλι < μεσαιωνική ελληνική τσόφλι < *εξώφλοιον < αρχαία ελληνική ἔξω + φλοιός < φλέω
τσόφλι αβγού
μισό καρύδι μέσα στο τσόφλι του

Ουσιαστικό

τσόφλι ουδέτερο

  1. το σκληρό εξωτερικό μέρος του αβγού
  2. το σκληρό εξωτερικό μέρος των περισσότερων ξηρών καρπών
  3. (μεταφορικά) Βλάκας, ηλίθιος, ανίκανος, τιποτένιος

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.