τροφή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τροφή οι τροφές
      γενική της τροφής των τροφών
    αιτιατική την τροφή τις τροφές
     κλητική τροφή τροφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τροφή < αρχαία ελληνική τροφή < τρέφω

Ουσιαστικό

τροφή θηλυκό

  1. ουσία που καταναλώνεται από ένα οργανισμό για να διατηρηθεί αυτός στη ζωή
  2. οτιδήποτε τρώγεται
  3. (μεταφορικά) οτιδήποτε συντελεί στην ανάπτυξη κάποιου πράγματος
    Τα βιβλία είναι η τροφή της σκέψης.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.