αβγουλιέρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αβγουλιέρα οι αβγουλιέρες
      γενική της αβγουλιέρας
    αιτιατική την αβγουλιέρα τις αβγουλιέρες
     κλητική αβγουλιέρα αβγουλιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αβγουλιέρα < αβγούλ(ι) + -ιέρα < αβγό (παράβαλε τυρί > τυριέρα)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.vɣuˈʎe.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αβγουλιέρα

Ουσιαστικό

αβγουλιέρα θηλυκό

  • (κουζινικά) σκεύος με υποδοχή κατάλληλη ώστε να τοποθετηθεί ένα βραστό αβγό

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη αβγό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.