αυγό

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Εδώ υπάρχει επανάληψη της ετυμολογίας του αβγό (επιπλέον αναφορά στο ελληνιστικό ὠόν που είχε χάσει την υπογεγραμμένη). Δεν συζητείται η δίφθογγος. --sarri.greek (συζήτηση) 01:41, 8 Ιουνίου 2019 (UTC).


Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αυγό τα αυγά
      γενική του αυγού των αυγών
    αιτιατική το αυγό τα αυγά
     κλητική αυγό αυγά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυγό < μεσαιωνική ελληνική αυγό(ν) / αβγό(ν) < ελληνιστική κοινή ὠόν < αρχαία ελληνική ᾠόν < ϝόν < πρωτοελληνική *ōyyón < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂ōwyóm ‎(αυγό) < *h₂éwis ‎(πουλί)
(από τη συνεκφορά: τὰ ᾠά > ταωά > ταουγά > ταβγά > τ’ αβγά > αβγό· πβ. αφτί)

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈvɣo/

Ουσιαστικό

αυγό ουδέτερο

Σημειώσεις

  • Η γραφή αυτή θεωρείται από τους περισσότερους γλωσσολόγους ως λανθασμένη, αλλά εξακολουθεί να βρίσκεται σε ευρεία χρήση.[1]

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), σ. 43
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.