αυγό
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αυγό | τα | αυγά |
| γενική | του | αυγού | των | αυγών |
| αιτιατική | το | αυγό | τα | αυγά |
| κλητική | αυγό | αυγά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυγό < μεσαιωνική ελληνική αυγό(ν) / αβγό(ν) < ελληνιστική κοινή ὠόν < αρχαία ελληνική ᾠόν < ᾠϝόν < πρωτοελληνική *ōyyón < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂ōwyóm (αυγό) < *h₂éwis (πουλί)
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈvɣo/
Σημειώσεις
- Η γραφή αυτή θεωρείται από τους περισσότερους γλωσσολόγους ως λανθασμένη, αλλά εξακολουθεί να βρίσκεται σε ευρεία χρήση.[1]
Μεταφράσεις
αυγό
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), σ. 43
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.