αβγωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αβγωμένος | η | αβγωμένη | το | αβγωμένο |
| γενική | του | αβγωμένου | της | αβγωμένης | του | αβγωμένου |
| αιτιατική | τον | αβγωμένο | την | αβγωμένη | το | αβγωμένο |
| κλητική | αβγωμένε | αβγωμένη | αβγωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αβγωμένοι | οι | αβγωμένες | τα | αβγωμένα |
| γενική | των | αβγωμένων | των | αβγωμένων | των | αβγωμένων |
| αιτιατική | τους | αβγωμένους | τις | αβγωμένες | τα | αβγωμένα |
| κλητική | αβγωμένοι | αβγωμένες | αβγωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αβγωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αβγώνω < αβγ(ό) + -ώνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.vɣoˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βγω‐μέ‐νος
Μεταφράσεις
αβγωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.