αβγοδάρτης

Νέα ελληνικά (el)

Αβγοδάρτες
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αβγοδάρτης οι αβγοδάρτες
      γενική του αβγοδάρτη των αβγοδαρτών
    αιτιατική τον αβγοδάρτη τους αβγοδάρτες
     κλητική αβγοδάρτη αβγοδάρτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αβγοδάρτης < αβγ(ό) + -ο- + δάρτης

Ουσιαστικό

αβγοδάρτης αρσενικό

  • (νεολογισμός, κουζινικά) εργαλείο κουζίνας με το οποίο χτυπάμε αβγά ή τα ανακατεύουμε με κάτι άλλο
      Σε ένα μπολ, με τη βοήθεια του αβγοδάρτη, ανακατεύουμε καλά το τυρί με τους κρόκους. (*)

Συγγενικά

Συνώνυμα

Σημείωση: Οι λέξεις όπως εμφανίζονται σε καταλόγους πωλήσεων, το 2018.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.