αβγατίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αβγατίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀβγατίζω < ἐβγατίζω< *ἐβγατ(ός) < ελληνιστική κοινή ἐκβατός «που εκπληρώνεται» (με αντιμετάθεση φθόγγων) < αρχαία ελληνική ἐκβαίνω[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.vɣaˈti.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βγα‐τί‐ζω
Ρήμα
αβγατίζω, αόρ.: αβγάτισα, μτχ.π.π.: αβγατισμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- (λαϊκότροπο, μεταβατικό) πληθαίνω, αυξάνω, πολλαπλασιάζω
- ↪ Ο πατέρας τους έδωσε μικρή μαγιά αλλά ήταν δαιμόνια παιδιά και τα λεφτά αβγάτισαν
- (λαϊκότροπο, αμετάβατο)[2] πληθύνομαι, αυξάνομαι
- άλλες μορφές: αβγαταίνω
- (λαϊκότροπο) διογκώνω, υπερβάλλω
- ※ Όλ' αυτά τα διηγούντο οι μάγκες όπως τα είχον ακούσει από τας προμήτοράς των, και μάλιστα το αυγάτιζαν κ' οι ίδιοι με την παιδικήν ψευδομανίαν των. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Φόνισσα, 1903)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αβγατίζω | αβγάτιζα | θα αβγατίζω | να αβγατίζω | αβγατίζοντας | |
| β' ενικ. | αβγατίζεις | αβγάτιζες | θα αβγατίζεις | να αβγατίζεις | αβγάτιζε | |
| γ' ενικ. | αβγατίζει | αβγάτιζε | θα αβγατίζει | να αβγατίζει | ||
| α' πληθ. | αβγατίζουμε | αβγατίζαμε | θα αβγατίζουμε | να αβγατίζουμε | ||
| β' πληθ. | αβγατίζετε | αβγατίζατε | θα αβγατίζετε | να αβγατίζετε | αβγατίζετε | |
| γ' πληθ. | αβγατίζουν(ε) | αβγάτιζαν αβγατίζαν(ε) |
θα αβγατίζουν(ε) | να αβγατίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αβγάτισα | θα αβγατίσω | να αβγατίσω | αβγατίσει | ||
| β' ενικ. | αβγάτισες | θα αβγατίσεις | να αβγατίσεις | αβγάτισε | ||
| γ' ενικ. | αβγάτισε | θα αβγατίσει | να αβγατίσει | |||
| α' πληθ. | αβγατίσαμε | θα αβγατίσουμε | να αβγατίσουμε | |||
| β' πληθ. | αβγατίσατε | θα αβγατίσετε | να αβγατίσετε | αβγατίστε | ||
| γ' πληθ. | αβγάτισαν αβγατίσαν(ε) |
θα αβγατίσουν(ε) | να αβγατίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αβγατίσει | είχα αβγατίσει | θα έχω αβγατίσει | να έχω αβγατίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αβγατίσει | είχες αβγατίσει | θα έχεις αβγατίσει | να έχεις αβγατίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αβγατίσει | είχε αβγατίσει | θα έχει αβγατίσει | να έχει αβγατίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αβγατίσει | είχαμε αβγατίσει | θα έχουμε αβγατίσει | να έχουμε αβγατίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αβγατίσει | είχατε αβγατίσει | θα έχετε αβγατίσει | να έχετε αβγατίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αβγατίσει | είχαν αβγατίσει | θα έχουν αβγατίσει | να έχουν αβγατίσει |
| |
Μεταφράσεις
αβγατίζω
|
Αναφορές
- αβγατίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.