αβγουλίλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αβγουλίλα οι αβγουλίλες
      γενική της αβγουλίλας
    αιτιατική την αβγουλίλα τις αβγουλίλες
     κλητική αβγουλίλα αβγουλίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αβγουλίλα < αβγό, αβγούλ(ι) + -ίλα

Προφορά

ΔΦΑ : /a.vɣuˈli.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αβγουλίλα

Ουσιαστικό

αβγουλίλα θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • (προφορικό) η ενοχλητική μυρωδιά του αβγού
    Όλο αβγουλίλα μυρίζεις! Καλά, δεν τρως τίποτα άλλο εκτός από αβγό;

Ταυτόσημο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.