λέκιθος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λέκιθος οι λέκιθοι
      γενική της λεκίθου των λεκίθων
    αιτιατική τη λέκιθο τις λεκίθους
     κλητική λέκιθε λέκιθοι
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λέκιθος < αρχαία ελληνική λέκῐθος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈle.ci.θos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λέκιθος

Ουσιαστικό

λέκιθος θηλυκό

  1. (λόγιο) ο κρόκος ενός αβγού
  2. (βιολογία) το βασικό δομικό συστατικό ενός ώριμου ωαρίου

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.