Ελβετία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ελβετία οι Ελβετίες
      γενική της Ελβετίας των Ελβετιών
    αιτιατική την Ελβετία τις Ελβετίες
     κλητική Ελβετία Ελβετίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ελβετία < (άμεσο δάνειο) λατινική Helvetia
Η σημαία της Ελβετίας.
Η θέση της Ελβετίας στην Ευρώπη.

Κύριο όνομα

Ελβετία ουδέτερο

  • ομοσπονδιακό κράτος της κεντρικής Ευρώπης με πρωτεύουσα τη Βέρνη, επίσημες γλώσσες τη Γερμανική, τη Γαλλική και την Ιταλική και νόμισμα το ελβετικό φράγκο. Αποτελείται από καντόνια.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.