Ελβετός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ελβετός οι Ελβετοί
      γενική του Ελβετού των Ελβετών
    αιτιατική τον Ελβετό τους Ελβετούς
     κλητική Ελβετέ Ελβετοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ελβετός < δείτε τη λατινική Helvetius λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Ελβετός αρσενικό (θηλυκό Ελβετίδα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.