ελβετικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ελβετικός | η | ελβετική | το | ελβετικό |
| γενική | του | ελβετικού | της | ελβετικής | του | ελβετικού |
| αιτιατική | τον | ελβετικό | την | ελβετική | το | ελβετικό |
| κλητική | ελβετικέ | ελβετική | ελβετικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ελβετικοί | οι | ελβετικές | τα | ελβετικά |
| γενική | των | ελβετικών | των | ελβετικών | των | ελβετικών |
| αιτιατική | τους | ελβετικούς | τις | ελβετικές | τα | ελβετικά |
| κλητική | ελβετικοί | ελβετικές | ελβετικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
ελβετικός < Ελβετία + -ικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.