αραμαϊκά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα αραμαϊκά
      γενική των αραμαϊκών
    αιτιατική τα αραμαϊκά
     κλητική αραμαϊκά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

αραμαϊκά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.