ζαζάκι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ζαζάκι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ζαζάκι άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • γλώσσα ομιλούμενη γλώσσα-διάλεκτος στην Ανατολία, στην περιοχή της ανατολικής Τουρκίας

  • ζαζαϊκή γλώσσα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.