παστό

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

παστό < αγγλική Pastho < γλώσσα παστό (/paʃˈto/)

Ουσιαστικό

παστό ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό ή θηλυκό

Σημειώσεις

  • κωδικός γλώσσας: ps

Μεταφράσεις


Ετυμολογία 2

παστό: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

παστό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.