Απρίλιος

Νέα ελληνικά (el)

Οι μήνες του χρόνου
Ιανουάριος
Φεβρουάριος
Μάρτιος
Απρίλιος
Μάιος
Ιούνιος
Ιούλιος
Αύγουστος
Σεπτέμβριος
Οκτώβριος
Νοέμβριος
Δεκέμβριος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Απρίλιος οι Απρίλιοι
      γενική του Απριλίου
& Απρίλιου
των Απριλίων
    αιτιατική τον Απρίλιο τους Απριλίους
& Απρίλιους
     κλητική Απρίλιε Απρίλιοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Απρίλιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Ἀπρίλιος < *Ἀπρίλης < λατινική Aprilis[1] + -ιος < ετρουσκική 𐌖𐌓𐌐𐌀 Apru < αρχαία ελληνική Ἀφρώ < Ἀφροδίτη (αντιδάνειο) (Έχει επίσης προταθεί: < λατινικά aperio (ανοίγω), ίσως γιατί τότε ανοίγουν τα λουλούδια)

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈpɾi.li.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Απρίλιος

Κύριο όνομα

Απρίλιος αρσενικό

  1. ο τέταρτος μήνας του ημερολογίου. Διαρκεί 30 μέρες
    έχω τα γενέθλιά μου τον Απρίλιο
  2. (στον πληθυντικό) χρησιμοποιείται με αριθμό, αντί της λέξης έτη / ετών ή χρόνια / χρόνων για να δηλωθεί η νεαρή ηλικία
    κυρία 25 Απριλίων
     συνώνυμα: Μάιοι

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.