οτζίμπουε

Νέα ελληνικά (el)

Ουσιαστικό

οτζίμπουε άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (γλώσσα) ομάδα γλωσσών της Βόρειας Αμερικής, των πρώτων λαών του σημερινού Καναδά και μέρους των σημερινών Ηνωμένων Πολιτειών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.