Απρίλης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Απρίλης | οι | Απρίληδες |
| γενική | του | Απρίλη | των | Απρίληδων |
| αιτιατική | τον | Απρίλη | τους | Απρίληδες |
| κλητική | Απρίλη | Απρίληδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Απρίλης < Απρίλιος < λατινική aprilis < ετρουσκικά Apru < αρχαία ελληνικά Ἀφρώ < Ἀφροδίτη (αντιδάνειο)
Κύριο όνομα 1
Απρίλης αρσενικό
Μεταφράσεις
Απρίλης
|
→ δείτε τη λέξη Απρίλιος |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.