Απρίλης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Απρίλης οι Απρίληδες
      γενική του Απρίλη των Απρίληδων
    αιτιατική τον Απρίλη τους Απρίληδες
     κλητική Απρίλη Απρίληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Απρίλης < Απρίλιος < λατινική aprilis < ετρουσκικά Apru < αρχαία ελληνικά Ἀφρώ < Ἀφροδίτη (αντιδάνειο)

Κύριο όνομα 1

Απρίλης αρσενικό

  1. (λαϊκό ή λογοτεχνικό) ο μήνας Απρίλιος
    Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε. (Διονύσιος Σολωμός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, σχεδίασμα Β', απόσπασμα 2)
  2. (στον πληθυντικό) για να δηλωθεί η νεαρή ηλικία
    23 Απρίληδες τη νιότη σου βαραίνουν (τραγούδι της Μαρινέλλας σε στίχους Τηλιακού Σέβη)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κύριο όνομα 2

Απρίλης αρσενικό

Πηγές

  • Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.