Βενεράλια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Βενεράλια
      γενική των Βενεράλιων
& Βενεραλίων
    αιτιατική τα Βενεράλια
     κλητική Βενεράλια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βενεράλια < λατινική Veneralia < veneralis < Venus < πρωτοϊταλική *wenos ‎(αγάπη) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wenh₁- ‎(αγαπώ)

Κύριο όνομα

Βενεράλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.