Βενεράλια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | Βενεράλια | ||
| γενική | των | Βενεράλιων & Βενεραλίων | ||
| αιτιατική | τα | Βενεράλια | ||
| κλητική | Βενεράλια | |||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Κύριο όνομα
Βενεράλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.