-ιος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

-ιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ιος[1]

Επίθημα 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ος οι οι
      γενική του ου των ων
    αιτιατική τον ο τους ους
     κλητική ε οι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

-ιος αρσενικό

Επίθημα 2

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ος η α το ο
      γενική του ου της ας του ου
    αιτιατική τον ο τη(ν) α το ο
     κλητική ε α ο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οι οι ες τα α
      γενική των ων των ων των ων
    αιτιατική τους ους τις ες τα α
     κλητική οι ες α
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

-ιος, -ια, -ιο

  1. επίθημα σχηματισμού λόγιων επιθέτων τα οποία αναφέρονται σε ιδιότητα
    θαλάσσιος, όμβριος
  2. επίθημα σχηματισμού επιθέτων από ρήματα ή άλλα επίθετα
    σκόρπιος, τρύπιος

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ιος στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -ιος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.