μαρτάπριλα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μαρτάπριλα < Μάρτ(ης) + Απρίλ(ης) + κατάληξη πληθυντικού

Προφορά

ΔΦΑ : /maɾˈta.pɾi.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαρτάπριλα
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα μαρτάπριλα
      γενική των μαρτάπριλων
    αιτιατική τα μαρτάπριλα
     κλητική μαρτάπριλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

μαρτάπριλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • Aπριλομάρτης

Επίρρημα

μαρτάπριλα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.