Μαγιάπριλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Μαγιάπριλο | τα | Μαγιάπριλα |
| γενική | του | Μαγιάπριλου | των | Μαγιάπριλων |
| αιτιατική | το | Μαγιάπριλο | τα | Μαγιάπριλα |
| κλητική | Μαγιάπριλο | Μαγιάπριλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /maˈʝa.pɾi.lo/
Κύριο όνομα
Μαγιάπριλο ουδέτερο
Μεταφράσεις
Μαγιάπριλο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.