λαπωνικά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | λαπωνικά | ||
| γενική | των | λαπωνικών | ||
| αιτιατική | τα | λαπωνικά | ||
| κλητική | λαπωνικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λαπωνικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου λαπωνικός
Ουσιαστικό

Χάρτης των λαπωνικών γλωσσών και διαλέκτων.
λαπωνικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) ομάδα γλωσσών και διαλέκτων που μιλούν οι Λάπωνες σε περιοχές της Νορβηγίας, Σουηδίας, Φιλανδίας και Ρωσίας. Ανήκουν στο φιννο-ουγγρικό κλάδο των ουραλο-αλταϊκών γλωσσών (αλλά έχουν υποστεί σε σημαντικό βαθμό αλλοίωση, κυρίως, από τις σκανδιναβικές γλώσσες).
- Η Ελλάδα στα λαπωνικά λέγεται ΚΡΕΚΙΑ.
- βόρεια λαπωνικά
- λαπωνικά ινάρι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.