Ἀφροδίτη
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Ἀφροδῑτα- | |||||
| ονομαστική | ἡ | Ἀφροδίτη | αἱ | Ἀφροδῖται | |
| γενική | τῆς | Ἀφροδίτης | τῶν | Ἀφροδιτῶν | |
| δοτική | τῇ | Ἀφροδίτῃ | ταῖς | Ἀφροδίταις | |
| αιτιατική | τὴν | Ἀφροδίτην | τὰς | Ἀφροδίτᾱς | |
| κλητική ὦ! | Ἀφροδίτη | Ἀφροδῖται | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀφροδίτᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἀφροδίταιν | |||
| Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. Το θεωνύμιο, στον ενικό. | |||||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- Ἀφροδίτη < αβέβαιης ετυμολογίας, προελληνική ς προέλευσης, από την Εγγύς Ανατολή όπως δηλώνει ο μύθος τής γέννησής της στην Κύπρο και τη σχέση της με τα Κύθηρα [1]
Κύριο όνομα
Ἀφροδίτη θηλυκό
Παράγωγα
- Ἀφροδίσιον
- Ἀφροδίσιος
- Ἀφροδίσια (οι ερωτικές απολαύσεις)
- Ἀφροδισιάζω
(Χρειάζεται επεξεργασία)
- επίθετα της θεάς: Κύπρις, Κυθέρεια
- αντίστοιχη της ρωμαϊκής θεότητας: Venus
-
Αφροδίτη στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- «Αφορδίτη» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- Ἀφροδίτη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἀφροδίτη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.