-ισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | -ισμός | οι | -ισμοί |
| γενική | του | -ισμού | των | -ισμών |
| αιτιατική | τον | -ισμό | τους | -ισμούς |
| κλητική | -ισμέ | -ισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -ισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -ισμός < αρχαία ελληνική -μός + συνοπτικό θέμα -ισ- ρημάτων σε -ίζω
- για σύγχρονους όρους < άμεσο δάνειο από τη γαλλική -isme ή την (άμεσο δάνειο) αγγλική -ism ή τη (άμεσο δάνειο) νεολατινική -ismus[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ι‐σμός
Επίθημα
-ισμός αρσενικό
- παραγωγικό επίθημα για το σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών:
- που προέρχονται από ρήματα με κατάληξη -ίζω και εκφράζουν την αντίστοιχη ενέργεια
- που δηλώνουν ένα σύστημα ιδέων
- που δηλώνουν μια πρακτική ή μια πολιτική βασισμένη στις αρχές κάποιου
- βενιζελισμός, θατσερισμός
- που δηλώνουν μια συμπεριφορά ή μια τάση με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά
- ιδρυματισμός, υπερεγωισμός, σαπφισμός
- που δηλωνουν λογοτεχνικό ή καλλιτεχνικό ρεύμα με ορισμένες αρχές
- που δηλώνουν ένα φαινόμενο
- φθορισμός, υδραργυρισμός, ηλεκτρομαγνητισμός
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ισμός στο Βικιλεξικό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
-ισμός
Αναφορές
- "-ισμός" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- -ισμός
- σπανιότερα < ουσιαστικά σε -ημός ή ρήματα σε -ῶ + -ισμός κατά τα ουσιαστικά σε -μός από ρήματα σε -ίζω
- ή λέξεις από την (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή -ισμός < αρχαία ελληνική -μός + συνοπτικό θέμα -ισ- ρημάτων σε -ίζω
- αλλά συνήθως: → δείτε το επίθημα -μός
Επίθημα
-ισμός
- παραγωγικό επίθημα για το σχηματισμό ουσιαστικών που εκφράζουν την αντίστοιχη ενέργεια
- ἀναψηλαφῶ > ἀναψηλαφισμός
- ἀποκαταντῶ > ἀποκαταντισμός
- κεντῶ > κεντισμός
- διαλαλημός > διαλαλισμός
Σύνθετα
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -ισμός στο Βικιλεξικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- -ισμός < αρχαία ελληνική -μός + συνοπτικό θέμα -ισ- ρημάτων σε -ίζω σε επέκταση (με επανανάλυση) για παράγωγα από νεολογικά ελληνιστικά ουσιαστικά
Επίθημα
-ισμός αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) παραγωγικό επίθημα για το σχηματισμό ουσιαστικών
- χριστιανός > χριστανισμός
- δείτε και το αρχαίο -μός όπως μηδίζω > μηδισ-μός > μηδισμός
Σύνθετα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ισμός στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -ισμός @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.