-ιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | -ιστικός | η | -ιστική | το | -ιστικό |
| γενική | του | -ιστικού | της | -ιστικής | του | -ιστικού |
| αιτιατική | τον | -ιστικό | τη(ν) | -ιστική | το | -ιστικό |
| κλητική | -ιστικέ | -ιστική | -ιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | -ιστικοί | οι | -ιστικές | τα | -ιστικά |
| γενική | των | -ιστικών | των | -ιστικών | των | -ιστικών |
| αιτιατική | τους | -ιστικούς | τις | -ιστικές | τα | -ιστικά |
| κλητική | -ιστικοί | -ιστικές | -ιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- -ιστικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ιστικός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐στι‐κός
Αναφορές
- "-ιστικός" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.