σαπφισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σαπφισμός | οι | σαπφισμοί |
| γενική | του | σαπφισμού | των | σαπφισμών |
| αιτιατική | τον | σαπφισμό | τους | σαπφισμούς |
| κλητική | σαπφισμέ | σαπφισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σαπφισμός < Σαπφώ
Μεταφράσεις
σαπφισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.