-μός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ός οι οί
      γενική του ού των ών
    αιτιατική τον ό τους ούς
     κλητική έ οί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-μός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -μός [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmos/

Επίθημα

-μός αρσενικό

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -μός στο Βικιλεξικό

ανάλογα με το θέμα του ρήματος απ' το οποίο παράγονται:

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

-μός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -μός

Επίθημα

-μός αρσενικό

  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -μός στο Βικιλεξικό



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

-μός < παράγωγο ρημάτων σε -ίζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *-mo-: *mos ή *-mós[1]
Δείτε και την επέκταση στο ελληνιστικό -ισμός

Επίθημα

-μός αρσενικό

  • παραγωγικό επίθημα για το σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών που προέρχονται από ρήματα και εκφράζουν την ρηματική πράξη
    πάλλω, θέμα παλ- > παλμός

  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -μός στο Βικιλεξικό
  • Λέξεις -μός @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts

Συγγενικά

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.