φαινόμενο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φαινόμενο | τα | φαινόμενα |
| γενική | του | φαινομένου & φαινόμενου |
των | φαινομένων |
| αιτιατική | το | φαινόμενο | τα | φαινόμενα |
| κλητική | φαινόμενο | φαινόμενα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φαινόμενο < από το ουδέτερο της μετοχής φαινόμενος του ρήματος φαίνομαι
- (γεγονός, συμβάν) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική phénomène[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /feˈno.me.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φαι‐νό‐με‐νο
Ουσιαστικό
φαινόμενο ουδέτερο
- κάθε γεγονός, διεργασία, μεταβολή που παρατηρεί ο άνθρωπος στο φυσικό ή το κοινωνικό περιβάλλον ή τις ψυχοπνευματικές του εκδηλώσεις
- ↪ έκτακτα καιρικά φαινόμενα προανήγγειλε η μετεωρολογική υπηρεσία.
- ↪ η έξαρση της εγκληματικότητας είναι ένα φαινόμενο που απασχολεί τις αρχές.
- ↪ σήμερα θα μιλήσουμε για την έκθλιψη των φωνηέντων και άλλα παρόμοια γραμματικά φαινόμενα.
- κάτι το ασυνήθιστο, το εξαιρετικό
- ↪ Αυτό το παιδί είναι φαινόμενο. Σε ηλικία μόλις έξι ετών μιλάει τόσο καλά δύο ξένες γλώσσες.
Εκφράσεις
- τα φαινόμενα απατούν: υπάρχει διαφορά σε αυτό που φαίνεται και σε αυτό που πραγματικά είναι
- κατά τα φαινόμενα: απ' ό,τι φαίνεται
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
Αναφορές
- φαινόμενο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.