φαινόμενο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φαινόμενο τα φαινόμενα
      γενική του φαινομένου
& φαινόμενου
των φαινομένων
    αιτιατική το φαινόμενο τα φαινόμενα
     κλητική φαινόμενο φαινόμενα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φαινόμενο < από το ουδέτερο της μετοχής φαινόμενος του ρήματος φαίνομαι
(γεγονός, συμβάν) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική phénomène[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /feˈno.me.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φαινόμενο

Ουσιαστικό

φαινόμενο ουδέτερο

  1. κάθε γεγονός, διεργασία, μεταβολή που παρατηρεί ο άνθρωπος στο φυσικό ή το κοινωνικό περιβάλλον ή τις ψυχοπνευματικές του εκδηλώσεις
    έκτακτα καιρικά φαινόμενα προανήγγειλε η μετεωρολογική υπηρεσία.
    η έξαρση της εγκληματικότητας είναι ένα φαινόμενο που απασχολεί τις αρχές.
    σήμερα θα μιλήσουμε για την έκθλιψη των φωνηέντων και άλλα παρόμοια γραμματικά φαινόμενα.
  2. κάτι το ασυνήθιστο, το εξαιρετικό
    Αυτό το παιδί είναι φαινόμενο. Σε ηλικία μόλις έξι ετών μιλάει τόσο καλά δύο ξένες γλώσσες.

Εκφράσεις

  • τα φαινόμενα απατούν: υπάρχει διαφορά σε αυτό που φαίνεται και σε αυτό που πραγματικά είναι
  • κατά τα φαινόμενα: απ' ό,τι φαίνεται

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.