εξανδραποδισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εξανδραποδισμός | οι | εξανδραποδισμοί |
| γενική | του | εξανδραποδισμού | των | εξανδραποδισμών |
| αιτιατική | τον | εξανδραποδισμό | τους | εξανδραποδισμούς |
| κλητική | εξανδραποδισμέ | εξανδραποδισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξανδραποδισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐξανδραποδισμός < ἐξανδραποδίζω < ἐξ (εξ-) + ἀνδραποδίζω < ἀνδράποδον < ἀνήρ + -ποδον < πούς
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ksan.ðɾa.po.diˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξαν‐δρα‐πο‐δι‐σμός
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐αν‐δρα‐πο‐δι‐σμός
Ουσιαστικό
εξανδραποδισμός αρσενικό
Συνώνυμα
Συγγενικά
- ανδραποδισμός
- → και δείτε τη λέξη ανδράποδο
Μεταφράσεις
εξανδραποδισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.