θερισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θερισμός οι θερισμοί
      γενική του θερισμού των θερισμών
    αιτιατική τον θερισμό τους θερισμούς
     κλητική θερισμέ θερισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θερισμός < αρχαία ελληνική < θερίζω < θέρος

Ουσιαστικό

θερισμός αρσενικό

  1. η ενέργεια του θερίζω, η κοπή των στάχεων των δημητριακών
  2. η εποχή που θερίζουν το σιτάρι και τα άλλα δημητριακά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.