τάση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τάση | οι | τάσεις |
| γενική | της | τάσης* | των | τάσεων |
| αιτιατική | την | τάση | τις | τάσεις |
| κλητική | τάση | τάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, τάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τάση < αρχαία ελληνική τάσις
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈta.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τά‐ση
- ομόηχα: Τάση, τάσι
Ουσιαστικό
τάση θηλυκό
- εξέλιξη προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση
- κλίση, έφεση, ροπή, συμπεριφορική έλξη
- (φυσική) δύναμη που ασκείται εκατέρωθεν σε ένα σημείο ενός νήματος
- (ηλεκτρολογία) η ηλεκτρική τάση ή διαφορά δυναμικού
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.