τάση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τάση οι τάσεις
      γενική της τάσης* των τάσεων
    αιτιατική την τάση τις τάσεις
     κλητική τάση τάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τάσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τάση < αρχαία ελληνική τάσις

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈta.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τάση
ομόηχα: Τάση, τάσι

Ουσιαστικό

τάση θηλυκό

  1. εξέλιξη προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση
  2. κλίση, έφεση, ροπή, συμπεριφορική έλξη
  3. (φυσική) δύναμη που ασκείται εκατέρωθεν σε ένα σημείο ενός νήματος
  4. (ηλεκτρολογία) η ηλεκτρική τάση ή διαφορά δυναμικού

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.