εξπρεσιονισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξπρεσιονισμός οι εξπρεσιονισμοί
      γενική του εξπρεσιονισμού των εξπρεσιονισμών
    αιτιατική τον εξπρεσιονισμό τους εξπρεσιονισμούς
     κλητική εξπρεσιονισμέ εξπρεσιονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξπρεσιονισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική expressionnisme < λατινική expressio (έκφραση) < expressus < exprimo (εκθλίβω) < ex (έξω) + premo (πιέζω)

Ουσιαστικό

εξπρεσιονισμός αρσενικό

  • (τέχνη) καλλιτεχνικό κίνημα του 20ου αιώνα, που απεικονίζει τη πραγματικότητα χρησιμοποιώντας υπερβολή και παραμόρφωση, ώστε να συγκινήσει τον θεατή

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.