φτηνός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φτηνός | η | φτηνή | το | φτηνό |
| γενική | του | φτηνού | της | φτηνής | του | φτηνού |
| αιτιατική | τον | φτηνό | τη | φτηνή | το | φτηνό |
| κλητική | φτηνέ | φτηνή | φτηνό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φτηνοί | οι | φτηνές | τα | φτηνά |
| γενική | των | φτηνών | των | φτηνών | των | φτηνών |
| αιτιατική | τους | φτηνούς | τις | φτηνές | τα | φτηνά |
| κλητική | φτηνοί | φτηνές | φτηνά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φτηνός < μεσαιωνική ελληνική φτηνός < εὐτηνός < (ελληνιστική κοινή) εὐθηνός (άφθονος, πλούσιος) < αρχαία ελληνική εὐθηνέω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ftiˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φτη‐νός
Επίθετο
φτηνός, -ή, -ό
- που έχει χαμηλή τιμή, αξία, χαμηλό κόστος αγοράς, σε σχέση με άλλα ίδια αντικείμενα ή γενικά σε σχέση με το κόστος ζωής
- (μεταφορικά) χαμηλής ή κακής ποιότητας, ευτελής, κάτι που απαξιώνει, απαξιωτικό
- Αυτό το ρούχο σε δείχνει φτηνή (αναξιοπρεπή, εύκολη)
- Πολύ φτηνό το επιχείρημά σου/το αστείο σου (ανάξιο, αποτυχημένο, πρόστυχο, χυδαίο)
- φτηνό άρωμα, ρολόι κ.λπ. αντικείμενα, υπηρεσίες που θεωρούνται πολυτελείας
- (μεσαιωνική έννοια) γενναιόδωρος
- Ο έρωτας κάνει τον ακριβό, φτηνό : τον κάνει να ξοδεύει, τον κάνει πλουσιοπάροχο (Ερωτόκριτος)
Εκφράσεις
- ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ' αλεύρι
- φτηνά τη γλίτωσα
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
φτηνός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.