αναξιοπρεπής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναξιοπρεπής η αναξιοπρεπής το αναξιοπρεπές
      γενική του αναξιοπρεπούς* της αναξιοπρεπούς του αναξιοπρεπούς
    αιτιατική τον αναξιοπρεπή την αναξιοπρεπή το αναξιοπρεπές
     κλητική αναξιοπρεπή(ς) αναξιοπρεπής αναξιοπρεπές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναξιοπρεπείς οι αναξιοπρεπείς τα αναξιοπρεπή
      γενική των αναξιοπρεπών των αναξιοπρεπών των αναξιοπρεπών
    αιτιατική τους αναξιοπρεπείς τις αναξιοπρεπείς τα αναξιοπρεπή
     κλητική αναξιοπρεπείς αναξιοπρεπείς αναξιοπρεπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αναξιοπρεπής < α στερητικό και αξιοπρεπής

Επίθετο

αναξιοπρεπής

  • που δεν τον διακρίνει η αξιοπρέπεια, δεν φέρεται με τρόπο που δείχνει να σεβεται τον εαυτό του και τους άλλους, που είναι αξιοκαταφρόνητος, που η συμπεριφορά του προκαλεί την περιφρόνηση και όχι τον σεβασμό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.