πλούσιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πλούσιος | η | πλούσια | το | πλούσιο |
| γενική | του | πλούσιου | της | πλούσιας | του | πλούσιου |
| αιτιατική | τον | πλούσιο | την | πλούσια | το | πλούσιο |
| κλητική | πλούσιε | πλούσια | πλούσιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πλούσιοι | οι | πλούσιες | τα | πλούσια |
| γενική | των | πλούσιων | των | πλούσιων | των | πλούσιων |
| αιτιατική | τους | πλούσιους | τις | πλούσιες | τα | πλούσια |
| κλητική | πλούσιοι | πλούσιες | πλούσια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πλούσιος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πλούσιος < πλοῦτος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈplu.si.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλού‐σι‐ος
Επίθετο
πλούσιος, -α, -ο
- που έχει μεγάλη κινητή ή ακίνητη περιουσία
- που έχει κάτι σε μεγάλη ποσότητα
Εκφράσεις
- πλούσια τα ελέη: για μεγάλη αφθονία πραγμάτων
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πλούτος
Σύνθετα
- πλουσιόδωρος
- πλουσιοκόριτσο
- πλουσιόπαιδο
- πλουσιοπάροχα
- πλουσιοπάροχος
- πλουσιόσπιτο
Μεταφράσεις
Πηγές
- πλούσιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πλούσιος | ἡ | πλουσίᾱ | τὸ | πλούσιον |
| γενική | τοῦ | πλουσίου | τῆς | πλουσίᾱς | τοῦ | πλουσίου |
| δοτική | τῷ | πλουσίῳ | τῇ | πλουσίᾳ | τῷ | πλουσίῳ |
| αιτιατική | τὸν | πλούσιον | τὴν | πλουσίᾱν | τὸ | πλούσιον |
| κλητική ὦ! | πλούσιε | πλουσίᾱ | πλούσιον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | πλούσιοι | αἱ | πλούσιαι | τὰ | πλούσιᾰ |
| γενική | τῶν | πλουσίων | τῶν | πλουσίων | τῶν | πλουσίων |
| δοτική | τοῖς | πλουσίοις | ταῖς | πλουσίαις | τοῖς | πλουσίοις |
| αιτιατική | τοὺς | πλουσίους | τὰς | πλουσίᾱς | τὰ | πλούσιᾰ |
| κλητική ὦ! | πλούσιοι | πλούσιαι | πλούσιᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλουσίω | τὼ | πλουσίᾱ | τὼ | πλουσίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | πλουσίοιν | τοῖν | πλουσίαιν | τοῖν | πλουσίοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
πλούσιος, -α, -ον
- πλούσιος
- ※ τῆς δ᾽ ἐφ᾽ ἡμέραν βορᾶς | ἐς σμικρὸν ἥκει· πᾶς γὰρ ἐμπλησθεὶς ἀνὴρ | ὁ πλούσιός τε χὠ πένης ἴσον φέρει. Ευριπίδης Ηλέκτρα, στ. 430, 413 π.Χ.
- Για το φαγί της κάθε μέρας είναι | το έξοδο μικρό· γιατί ο καθένας, | και 'πλούσιος και φτωχός, άμα χορτάσει, | την ίδιαν ευχαρίστηση θα νιώθει.
- (Τάσος Ρούσσος, Ευριπίδης, «Ηλέκτρα», Ακαδημία Αθηνών, 1988)
- ※ τῆς δ᾽ ἐφ᾽ ἡμέραν βορᾶς | ἐς σμικρὸν ἥκει· πᾶς γὰρ ἐμπλησθεὶς ἀνὴρ | ὁ πλούσιός τε χὠ πένης ἴσον φέρει. Ευριπίδης Ηλέκτρα, στ. 430, 413 π.Χ.
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πλοῦτος
Πηγές
- πλούσιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλούσιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.