φθηνούτσικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φθηνούτσικος | η | φθηνούτσικη & φθηνούτσικια |
το | φθηνούτσικο |
| γενική | του | φθηνούτσικου | της | φθηνούτσικης & φθηνούτσικιας |
του | φθηνούτσικου |
| αιτιατική | τον | φθηνούτσικο | τη | φθηνούτσικη & φθηνούτσικια |
το | φθηνούτσικο |
| κλητική | φθηνούτσικε | φθηνούτσικη & φθηνούτσικια |
φθηνούτσικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φθηνούτσικοι | οι | φθηνούτσικες | τα | φθηνούτσικα |
| γενική | των | φθηνούτσικων | των | φθηνούτσικων | των | φθηνούτσικων |
| αιτιατική | τους | φθηνούτσικους | τις | φθηνούτσικες | τα | φθηνούτσικα |
| κλητική | φθηνούτσικοι | φθηνούτσικες | φθηνούτσικα | |||
| Κατηγορία όπως «ζόρικος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φθηνούτσικος < φθην(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ούτσικος
Συγγενικά
- φθηνούτσικα
- → δείτε τη λέξη φτηνός
Μεταφράσεις
φθηνούτσικος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.