κόστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κόστος | τα | κόστη |
| γενική | του | κόστους | — | |
| αιτιατική | το | κόστος | τα | κόστη |
| κλητική | κόστος | κόστη | ||
| Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈko.stos/
Ουσιαστικό
κόστος ουδέτερο
- η αξία αντικειμένου ή υπηρεσίας, η δαπάνη για την απόκτηση ενός αντικειμένου
- το κόστος κατασκευής της πολυκατοικίας ήταν υψηλό
- η αξία σε χρήμα ενός αντικειμένου πριν προστεθεί σε αυτήν το κέρδος του μεταπωλητή
- όλα τα εμπορεύματά μας σε τιμές κόστους
- η αρνητική συνέπεια ενός γεγονότος
- το κόστος της ηχορρύπανσης
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
στην οικονομική επιστήμη:
- εναλλακτικό κόστος, κόστος ευκαιρίας
- λειτουργικό κόστος
- μεταβλητό κόστος
- σταθερό κόστος
-
κόστος στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.