πλουσιοπάροχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πλουσιοπάροχος | η | πλουσιοπάροχη | το | πλουσιοπάροχο |
| γενική | του | πλουσιοπάροχου | της | πλουσιοπάροχης | του | πλουσιοπάροχου |
| αιτιατική | τον | πλουσιοπάροχο | την | πλουσιοπάροχη | το | πλουσιοπάροχο |
| κλητική | πλουσιοπάροχε | πλουσιοπάροχη | πλουσιοπάροχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πλουσιοπάροχοι | οι | πλουσιοπάροχες | τα | πλουσιοπάροχα |
| γενική | των | πλουσιοπάροχων | των | πλουσιοπάροχων | των | πλουσιοπάροχων |
| αιτιατική | τους | πλουσιοπάροχους | τις | πλουσιοπάροχες | τα | πλουσιοπάροχα |
| κλητική | πλουσιοπάροχοι | πλουσιοπάροχες | πλουσιοπάροχα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πλουσιοπάροχος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική πλουσιοπάροχος[1] (γενναιόδωρος) < αρχαία ελληνική πλούσι(ος) + -ο- + πάροχος < παρέχω
Προφορά
- ΔΦΑ : /plu.si.oˈpa.ɾo.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλου‐σι‐ο‐πά‐ρο‐χος
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- πλουσιοπάροχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- πλουσιοπάροχος < αρχαία ελληνική πλούσι(ος) + -ο- + πάροχος < παρέχω
Παράγωγα
- πλουσιοπάροχα (επίρρημα)
- πλουσιοπαρόχως (επίρρημα)
Πηγές
- πλουσιοπάροχος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- σελ.436 Τόμος 16 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.