φτηνομάγαζο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φτηνομάγαζο τα φτηνομάγαζα
      γενική του φτηνομάγαζου των φτηνομάγαζων
    αιτιατική το φτηνομάγαζο τα φτηνομάγαζα
     κλητική φτηνομάγαζο φτηνομάγαζα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φτηνομάγαζο < φτηνό + μαγαζί

Ουσιαστικό

φτηνομάγαζο ουδέτερο

  • κατάστημα που πουλά όλα τα είδη του φτηνά, συχνά όμως αυτά εννοούνται ως ευτελούς ποιότητας
    Το πήρα από φτηνομάγαζο ίσα για να βγάλω το χειμώνα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.