φτηνομάγαζο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φτηνομάγαζο | τα | φτηνομάγαζα |
| γενική | του | φτηνομάγαζου | των | φτηνομάγαζων |
| αιτιατική | το | φτηνομάγαζο | τα | φτηνομάγαζα |
| κλητική | φτηνομάγαζο | φτηνομάγαζα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φτηνομάγαζο ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.