φτήνια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φτήνια | οι | φτήνιες |
| γενική | της | φτήνιας | — | |
| αιτιατική | τη | φτήνια | τις | φτήνιες |
| κλητική | φτήνια | φτήνιες | ||
| Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φτήνια < φτηνός + -ια ή μεσαιωνική ελληνική φτηνιά < ελληνιστική κοινή εὐθηνία (αφθονία, ιδίως τροφίμων ή σιτηρών -και δωρεάν διανομή τους) < αρχαία ελληνική εὐθηνέω (με επίδραση και της λέξης εὐθένεια: αφθονία)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfti.ɲa/
Ουσιαστικό
φτήνια θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φθηνός
Εκφράσεις
- η φτήνια τρώει τον παρά : όταν βρίσκεις τα αγαθά σε χαμηλή τιμή αγοράζεις περισσότερα και τελικά ξοδεύεις πιο πολλά χρήματα/τα χρήματα γενικά ξοδεύονται σε φτηνά πράγματα που μπορεί να αγοράσει και ένας φτωχός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.