ακριβός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακριβός η ακριβή το ακριβό
      γενική του ακριβού της ακριβής του ακριβού
    αιτιατική τον ακριβό την ακριβή το ακριβό
     κλητική ακριβέ ακριβή ακριβό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακριβοί οι ακριβές τα ακριβά
      γενική των ακριβών των ακριβών των ακριβών
    αιτιατική τους ακριβούς τις ακριβές τα ακριβά
     κλητική ακριβοί ακριβές ακριβά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακριβός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀκριβός < αρχαία ελληνική ἀκριβής

Προφορά

ΔΦΑ : /a.kɾiˈvos/
ομόηχο: ακριβώς

Επίθετο

ακριβός -ή -ό

  1. που στοιχίζει πολλά χρήματα για να τον αποκτήσεις, πολύτιμος
     αντώνυμα: οικονομικός, φθηνός
  2. που έχει πολλά έξοδα, δαπανηρός
     συνώνυμα: πολυδάπανος, πολυέξοδος
  3. που παρέχει υπηρεσίες σε μεγάλες τιμές
  4. (μεταφορικά) ο αγαπημένος, ο προσφιλής
    ο ακριβός μου (σύζυγος), η ακριβή μου θυγατέρα,
    Παράγωγα μονάκριβος

Εκφράσεις

Συγγενικά

Σύνθετα

ακριβο-

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.