φτηνούτσικα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φτηνούτσικα < φτηνούτσικος +

Επίρρημα

φτηνούτσικα

  • με τρόπο που να μη στοιχίζει πολλά
    Πήγαμε διακοπές και τη βγάλαμε φτηνούτσικα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

φτηνούτσικα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.