φτηνοδουλειά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φτηνοδουλειά | οι | φτηνοδουλειές |
| γενική | της | φτηνοδουλειάς | των | φτηνοδουλειών |
| αιτιατική | τη | φτηνοδουλειά | τις | φτηνοδουλειές |
| κλητική | φτηνοδουλειά | φτηνοδουλειές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φτηνοδουλειά θηλυκό
Μεταφράσεις
φτηνοδουλειά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.