ευθηνός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευθηνός η ευθηνή το ευθηνό
      γενική του ευθηνού της ευθηνής του ευθηνού
    αιτιατική τον ευθηνό την ευθηνή το ευθηνό
     κλητική ευθηνέ ευθηνή ευθηνό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευθηνοί οι ευθηνές τα ευθηνά
      γενική των ευθηνών των ευθηνών των ευθηνών
    αιτιατική τους ευθηνούς τις ευθηνές τα ευθηνά
     κλητική ευθηνοί ευθηνές ευθηνά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευθηνός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εὐθηνός

Προφορά

ΔΦΑ : /e.fθiˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευθηνός

Επίθετο

ευθηνός

Συγγενικά

  • ευθυνά (επίρρημα)

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.