φθηνά
Νέα ελληνικά (el)
Επίρρημα
φθηνά
- άλλη μορφή του φτηνά, με φτηνό τρόπο, όχι δαπανηρά, χωρίς να μας στοιχίσει κάτι πάρα πολύ, είτε κυριολεκτικά σε χρήμα, είτε μεταφορικά
- φθηνά τη γλιτώσαμε
Μεταφράσεις
φθηνά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.