γενναιόδωρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γενναιόδωρος η γενναιόδωρη το γενναιόδωρο
      γενική του γενναιόδωρου της γενναιόδωρης του γενναιόδωρου
    αιτιατική τον γενναιόδωρο τη γενναιόδωρη το γενναιόδωρο
     κλητική γενναιόδωρε γενναιόδωρη γενναιόδωρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γενναιόδωροι οι γενναιόδωρες τα γενναιόδωρα
      γενική των γενναιόδωρων των γενναιόδωρων των γενναιόδωρων
    αιτιατική τους γενναιόδωρους τις γενναιόδωρες τα γενναιόδωρα
     κλητική γενναιόδωροι γενναιόδωρες γενναιόδωρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γενναιόδωρος < γενναίος + δώρο

Επίθετο

γενναιόδωρος

  • αυτός που δίνει περισσότερο από ό,τι είναι αναγκαίο, που δίνει χωρίς να υπολογίζει
γενναιόδωρη πράξη
γενναιόδωρος προϋπολογισμός

Συγγενικά

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.