γενναιόδωρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γενναιόδωρος | η | γενναιόδωρη | το | γενναιόδωρο |
| γενική | του | γενναιόδωρου | της | γενναιόδωρης | του | γενναιόδωρου |
| αιτιατική | τον | γενναιόδωρο | τη | γενναιόδωρη | το | γενναιόδωρο |
| κλητική | γενναιόδωρε | γενναιόδωρη | γενναιόδωρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γενναιόδωροι | οι | γενναιόδωρες | τα | γενναιόδωρα |
| γενική | των | γενναιόδωρων | των | γενναιόδωρων | των | γενναιόδωρων |
| αιτιατική | τους | γενναιόδωρους | τις | γενναιόδωρες | τα | γενναιόδωρα |
| κλητική | γενναιόδωροι | γενναιόδωρες | γενναιόδωρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
γενναιόδωρος
- αυτός που δίνει περισσότερο από ό,τι είναι αναγκαίο, που δίνει χωρίς να υπολογίζει
- γενναιόδωρη πράξη
- γενναιόδωρος προϋπολογισμός
Συγγενικά
Συνώνυμα
- ανοιχτοχέρης
- απλοχέρης
- γαλάντης
- γαλαντόμος
- καλοχέρης
- μεγαλόδωρος
- πολύδωρος
- χουβαρντάς
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
γενναιόδωρος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.